λαγηνοειδής

λαγηνοειδής
-ές [λαγήνα]
αυτός που έχει σχήμα λαγηνιού, όμοιος με λαγήνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιθήκιο — Το φιαλοειδές καρπόσωμα των ασκομυκήτων της ομάδας των πυρηνομυκήτων, που περικλείνει τους ασκούς. Περιθήκιο του είδους ερύσιφος. * * * το, Ν 1. κοίλος, σφαιρικός ή λαγηνοειδής, καρποφόρος τών ασκομυκήτων 2. παχύ επιδερμίδιο που καλύπτει τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”